Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discutibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diskutibiliˈta]

ιδιότητα του αμφισβητήσιμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discutibile disdegnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discromatopsia (θηλ.ουσ)
discussione (θηλ.ουσ)
discusso (επίθ.)
discutere (ρ.αμτβ.)
discutibile (επίθ.)
discutibilità (θηλ.ουσ)
disdegnare (ρ. μτβ.)
disdegno (ουσ αρσ )
disdegnoso (επίθ.)
disdetta (θηλ.ουσ)
disdettare (ρ. μτβ.)
disdetto (αρσ. επίθ και ουσ)
disdicevole (επίθ.)
disdire (ρ. μτβ.)
disdirsi (ρ.μ. (αντων.))
disdoro (ουσ αρσ )
diseccitare (ρ. μτβ.)
diseconomia (θηλ.ουσ)
diseducare (ρ. μτβ.)
diseducativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---