Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disdìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizˈdire]

ακυρώνω

disdirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizˈdirsi]

1 απάδω
2 δεν αρμόζω
3 είμαι ανάρμοστος
4 είμαι ακατάλληλος
5 παλινωδώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disdicevole disdoro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disdegnoso (επίθ.)
disdetta (θηλ.ουσ)
disdettare (ρ. μτβ.)
disdetto (αρσ. επίθ και ουσ)
disdicevole (επίθ.)
disdire (ρ. μτβ.)
disdirsi (ρ.μ. (αντων.))
disdoro (ουσ αρσ )
diseccitare (ρ. μτβ.)
diseconomia (θηλ.ουσ)
diseducare (ρ. μτβ.)
diseducativo (επίθ.)
diseducazione (θηλ.ουσ)
disegnare (ρ. μτβ.)
disegnatore (ουσ αρσ )
disegno (ουσ αρσ )
diseguale (επίθ.)
disellare (ρ. μτβ.)
diserbante (ουσ αρσ )
diserbante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---