Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisdòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dizˈdɔro] 1 κακή σύσταση 2 ντροπή 3 ανυποληψία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |