Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discriminatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diskriminaˈtura]

χωρίστρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discriminatorio discriminazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discriminante (θηλ.ουσ)
discriminante (επίθ.)
discriminare (ρ. μτβ.)
discriminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discriminatorio (επίθ.)
discriminatura (θηλ.ουσ)
discriminazione (θηλ.ουσ)
discromatopsia (θηλ.ουσ)
discussione (θηλ.ουσ)
discusso (επίθ.)
discutere (ρ.αμτβ.)
discutibile (επίθ.)
discutibilità (θηλ.ουσ)
disdegnare (ρ. μτβ.)
disdegno (ουσ αρσ )
disdegnoso (επίθ.)
disdetta (θηλ.ουσ)
disdettare (ρ. μτβ.)
disdetto (αρσ. επίθ και ουσ)
disdicevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---