Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiscréto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [disˈkreto] 1 συνετός 2 (riservato) διακριτικός (-ή, -ό) 3 (abbastanza buono) αρκετά καλός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |