Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiscrezióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diskretˈtsjone] 1 μετριοπάθεια 2 διακριτική εξουσία 3 διακριτικότητα 4 μετριασμός 5 σύνεση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa sua discrezione = ο, τι έχετε ευχαρίστηση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |