Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discórrere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [disˈkorrere]

συυηώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discordia discorsivamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discordante (επίθ.)
discordanza (θηλ.ουσ)
discordare (ρ.αμτβ.)
discorde (επίθ.)
discordia (θηλ.ουσ)
discorrere (ρ.αμτβ.)
discorsivamente (επίρ.)
discorsività (θηλ.ουσ)
discorsivo (επίθ.)
discorso (ουσ αρσ )
discostare (ρ. μτβ.)
discostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discosto (επίθ.)
discosto (επίρ.)
discoteca (θηλ.ουσ)
discotecario (ουσ αρσ )
discrasia (θηλ.ουσ)
discreditare (ρ. μτβ.)
discreditarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discredito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---