Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discórso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈkorso]

η ομιλία, ο λόγος η συζήτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discorsivo discostare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


attaccare un discorso = αρχίζω τη συζήτηση || discorso [αρσ.] diretto = ο ευθύς λόγος || discorso [αρσ.] indiretto = ο πλάγιος λόγος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discordia (θηλ.ουσ)
discorrere (ρ.αμτβ.)
discorsivamente (επίρ.)
discorsività (θηλ.ουσ)
discorsivo (επίθ.)
discorso (ουσ αρσ )
discostare (ρ. μτβ.)
discostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discosto (επίθ.)
discosto (επίρ.)
discoteca (θηλ.ουσ)
discotecario (ουσ αρσ )
discrasia (θηλ.ουσ)
discreditare (ρ. μτβ.)
discreditarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discredito (ουσ αρσ )
discrepante (επίθ.)
discrepanza (θηλ.ουσ)
discretamente (επίρ.)
discretezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---