Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discòrdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [disˈkɔrdja]

1 αντιλογία
2 ασυνταιριασιά
3 αντιγνωμία
4 έριδα
5 διχασμός
6 εναντίωση
7 διάσταση απόψεων
8 παραφωνία
9 δυσαρμονία
10 ασυμφωνία
11 διαφορά
12 διχοστασία
13 διχογνωμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discorde discorrere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discoprire (ρ. μτβ.)
discordante (επίθ.)
discordanza (θηλ.ουσ)
discordare (ρ.αμτβ.)
discorde (επίθ.)
discordia (θηλ.ουσ)
discorrere (ρ.αμτβ.)
discorsivamente (επίρ.)
discorsività (θηλ.ουσ)
discorsivo (επίθ.)
discorso (ουσ αρσ )
discostare (ρ. μτβ.)
discostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discosto (επίθ.)
discosto (επίρ.)
discoteca (θηλ.ουσ)
discotecario (ουσ αρσ )
discrasia (θηλ.ουσ)
discreditare (ρ. μτβ.)
discreditarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---