Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discorsìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diskorˈsivo]

1 παρεκβατικός
2 ασυνάρτητος
3 χωρίς συνέχεια και συνέπεια
4 ομιλητικός
5 συνομιλητικός
6 συζητητικός
7 καθομιλούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discorsività discorso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discorde (επίθ.)
discordia (θηλ.ουσ)
discorrere (ρ.αμτβ.)
discorsivamente (επίρ.)
discorsività (θηλ.ουσ)
discorsivo (επίθ.)
discorso (ουσ αρσ )
discostare (ρ. μτβ.)
discostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discosto (επίθ.)
discosto (επίρ.)
discoteca (θηλ.ουσ)
discotecario (ουσ αρσ )
discrasia (θηλ.ουσ)
discreditare (ρ. μτβ.)
discreditarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discredito (ουσ αρσ )
discrepante (επίθ.)
discrepanza (θηλ.ουσ)
discretamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---