Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disconosciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diskonoʃʃiˈmento]

1 απάρνηση
2 εκδίωξη
3 άρνηση
4 αποκήρυξη
5 αποδοκιμασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disconoscere disconosciuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discolpa (θηλ.ουσ)
discolpare (ρ. μτβ.)
discolparsi (ρ.μ. (αντων.))
disconoscente (επίθ.)
disconoscere (ρ. μτβ.)
disconoscimento (ουσ αρσ )
disconosciuto (επίθ.)
discontinuità (θηλ.ουσ)
discontinuo (επίθ.)
disconvenire (ρ.αμτβ.)
discoprire (ρ. μτβ.)
discordante (επίθ.)
discordanza (θηλ.ουσ)
discordare (ρ.αμτβ.)
discorde (επίθ.)
discordia (θηλ.ουσ)
discorrere (ρ.αμτβ.)
discorsivamente (επίρ.)
discorsività (θηλ.ουσ)
discorsivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---