Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discontinuità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diskontinuiˈta]

1 διακοπή
2 ασυνέχεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disconosciuto discontinuo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discolparsi (ρ.μ. (αντων.))
disconoscente (επίθ.)
disconoscere (ρ. μτβ.)
disconoscimento (ουσ αρσ )
disconosciuto (επίθ.)
discontinuità (θηλ.ουσ)
discontinuo (επίθ.)
disconvenire (ρ.αμτβ.)
discoprire (ρ. μτβ.)
discordante (επίθ.)
discordanza (θηλ.ουσ)
discordare (ρ.αμτβ.)
discorde (επίθ.)
discordia (θηλ.ουσ)
discorrere (ρ.αμτβ.)
discorsivamente (επίρ.)
discorsività (θηλ.ουσ)
discorsivo (επίθ.)
discorso (ουσ αρσ )
discostare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---