Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dìscolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdiskolo]

1 κατεργαράκος
2 μπερμπαντάκος
3 κατεργάρης
4 απειθάρχητος
5 ανυπάκουος

dìscolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdiskolo]

1 βλαβερός
2 επιζήμιος
3 αχαλίνωτος
4 κακόβουλος
5 κακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discoide discolpa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discografico (ουσ αρσ )
discografico (επίθ.)
discoidale (επίθ.)
discoide (ουσ αρσ )
discoide (επίθ.)
discolo (ουσ αρσ )
discolo (επίθ.)
discolpa (θηλ.ουσ)
discolpare (ρ. μτβ.)
discolparsi (ρ.μ. (αντων.))
disconoscente (επίθ.)
disconoscere (ρ. μτβ.)
disconoscimento (ουσ αρσ )
disconosciuto (επίθ.)
discontinuità (θηλ.ουσ)
discontinuo (επίθ.)
disconvenire (ρ.αμτβ.)
discoprire (ρ. μτβ.)
discordante (επίθ.)
discordanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---