Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiscogràfico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diskoˈgrafiko] εργαζόμενος σε δισκογραφική εταιρεία discogràfico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diskoˈgrafiko] δισκογραφικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcasa [θηλ.] discografica = η δισκογραφική εταιρία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |