Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisciplinàre
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [diʃʃipliˈnare] πειθαρχικός disciplinàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [diʃʃipliˈnare] 1 ελέγχω 2 τιμωρώ 3 κριτικάρω εχθρικά 4 πειθαρχώ 5 επιβάλλω πειθαρχία 6 ρυθμίζω disciplinarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [diʃʃipliˈnarsi] 1 ευθυγραμμίζομαι 2 σέβομαι 3 πειθαρχώ 4 υπακούω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |