Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisciplìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diʃʃiˈplina] 1 (regola) η πειθαρχία 2 (materia) ο κλάδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |