Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dischiùso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [disˈkjuzo]

μισάνοιχτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dischiudere discinesia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discesista (ουσ αρσ και θηλ.)
discettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discettazione (θηλ.ουσ)
dischiudere (ρ. μτβ.)
dischiuso (επίθ.)
discinesia (θηλ.ουσ)
discinetico (αρσ. επίθ και ουσ)
discinto (επίθ.)
disciogliere (ρ. μτβ.)
disciogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
disciplina (θηλ.ουσ)
disciplinamento (ουσ αρσ )
disciplinare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
disciplinare (ρ. μτβ.)
disciplinarsi (ρ.μ. (αντων.))
disciplinatamente (επίρ.)
disciplinatezza (θηλ.ουσ)
disciplinato (αρσ. επίθ και ουσ)
disco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---