Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discettatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diʃʃettaˈtore]

1 διαμαχόμενος
2 συζητών
3 φιλονικών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discettare discettazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discernimento (ουσ αρσ )
discesa (θηλ.ουσ)
discesismo (ουσ αρσ )
discesista (ουσ αρσ και θηλ.)
discettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discettazione (θηλ.ουσ)
dischiudere (ρ. μτβ.)
dischiuso (επίθ.)
discinesia (θηλ.ουσ)
discinetico (αρσ. επίθ και ουσ)
discinto (επίθ.)
disciogliere (ρ. μτβ.)
disciogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
disciplina (θηλ.ουσ)
disciplinamento (ουσ αρσ )
disciplinare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
disciplinare (ρ. μτβ.)
disciplinarsi (ρ.μ. (αντων.))
disciplinatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---