Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discettazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diʃʃettatˈtsjone]

1 συζήτηση
2 επιχειρηματολογία
3 διαφωνία
4 αντιλογία
5 καβγάς
6 διαμάχη
7 καβγαδάκι
8 διαφωνία έντονη και διαρκής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discettatore dischiudere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discesa (θηλ.ουσ)
discesismo (ουσ αρσ )
discesista (ουσ αρσ και θηλ.)
discettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
discettazione (θηλ.ουσ)
dischiudere (ρ. μτβ.)
dischiuso (επίθ.)
discinesia (θηλ.ουσ)
discinetico (αρσ. επίθ και ουσ)
discinto (επίθ.)
disciogliere (ρ. μτβ.)
disciogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
disciplina (θηλ.ουσ)
disciplinamento (ουσ αρσ )
disciplinare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
disciplinare (ρ. μτβ.)
disciplinarsi (ρ.μ. (αντων.))
disciplinatamente (επίρ.)
disciplinatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---