Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiscerniménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diʃʃerniˈmento] 1 ενόραση 2 διαίσθηση 3 επίγνωση 4 βαθιά γνώση 5 αντίληψη 6 διορατικότητα 7 διεισδυτικότητα 8 οξυδέρκεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |