Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiscàpito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [disˈkapito] 1 βλάβη 2 ζημιά προερχόμενη από άδικη κρίση 3 ζημιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |