Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discàrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈkariko]

1 δικαιολογία
2 πρόφαση
3 ξεφόρτωμα
4 συγχώρηση
5 εκφόρτωση
6 απολογία
7 απαλλαγή από βάρος
8 υπεράσπιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discaricare discatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discanto (ουσ αρσ )
discapitare (ρ.αμτβ.)
discapito (ουσ αρσ )
discarica (θηλ.ουσ)
discaricare (ρ. μτβ.)
discarico (ουσ αρσ )
discatore (ουσ αρσ )
discendente (ουσ αρσ και θηλ.)
discendente (επίθ.)
discendenza (θηλ.ουσ)
discendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discenderia (θηλ.ουσ)
discensionale (επίθ.)
discensivo (επίθ.)
discente (ουσ αρσ και θηλ.)
discentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discepolo (ουσ αρσ )
discernere (ρ. μτβ.)
discernibile (επίθ.)
discernimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---