Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diskaˈtore]

1 ντισκ τζόκεὶ
2 παίκτης του χόκεὶ
3 δισκοβόλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discarico discendente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

discapitare (ρ.αμτβ.)
discapito (ουσ αρσ )
discarica (θηλ.ουσ)
discaricare (ρ. μτβ.)
discarico (ουσ αρσ )
discatore (ουσ αρσ )
discendente (ουσ αρσ και θηλ.)
discendente (επίθ.)
discendenza (θηλ.ουσ)
discendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discenderia (θηλ.ουσ)
discensionale (επίθ.)
discensivo (επίθ.)
discente (ουσ αρσ και θηλ.)
discentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
discepolo (ουσ αρσ )
discernere (ρ. μτβ.)
discernibile (επίθ.)
discernimento (ουσ αρσ )
discesa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---