Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


discapitàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [diskapiˈtare]

1 χάνω
2 υποφέρω απώλεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  discanto discapito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disbrigare (ρ. μτβ.)
disbrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
disbrigo (ουσ αρσ )
discacciare (ρ. μτβ.)
discanto (ουσ αρσ )
discapitare (ρ.αμτβ.)
discapito (ουσ αρσ )
discarica (θηλ.ουσ)
discaricare (ρ. μτβ.)
discarico (ουσ αρσ )
discatore (ουσ αρσ )
discendente (ουσ αρσ και θηλ.)
discendente (επίθ.)
discendenza (θηλ.ουσ)
discendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discenderia (θηλ.ουσ)
discensionale (επίθ.)
discensivo (επίθ.)
discente (ουσ αρσ και θηλ.)
discentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---