Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisbrìgo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dizˈbrigo] 1 τακτοποίηση 2 διεκπεραίωση 3 ξετέλειωμα 4 αποτέλειωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |