Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiscànto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [disˈkanto] 1 πολυφωνικό σύστημα μεσαίωνα 2 υψίφωνο (πολυφωνική μουσική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |