Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disbrigàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizbriˈgare]

1 ξεμπερδεύω
2 τακτοποιώ
3 αποσώνω
4 επισπεύδω
5 εκτελώ
6 αποτελειώνω
7 ολοκληρώνω
8 ξεπετώ
9 συμπληρώνω
10 αποπερατώνω
11 αποκάνω
12 αποστέλλω
13 διεκπεραιώνω

disbrigarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizbriˈgarsi]

1 απαλλάσσομαι
2 ξεμπλέκω
3 ξεφορτώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disboscare disbrigo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disavvezzare (ρ. μτβ.)
disavvezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disavvezzo (επίθ.)
disborso (ουσ αρσ )
disboscare (ρ. μτβ.)
disbrigare (ρ. μτβ.)
disbrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
disbrigo (ουσ αρσ )
discacciare (ρ. μτβ.)
discanto (ουσ αρσ )
discapitare (ρ.αμτβ.)
discapito (ουσ αρσ )
discarica (θηλ.ουσ)
discaricare (ρ. μτβ.)
discarico (ουσ αρσ )
discatore (ουσ αρσ )
discendente (ουσ αρσ και θηλ.)
discendente (επίθ.)
discendenza (θηλ.ουσ)
discendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---