Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disbórso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizˈborso]

έξοδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disavvezzo disboscare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disavventura (θηλ.ουσ)
disavvertenza (θηλ.ουσ)
disavvezzare (ρ. μτβ.)
disavvezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disavvezzo (επίθ.)
disborso (ουσ αρσ )
disboscare (ρ. μτβ.)
disbrigare (ρ. μτβ.)
disbrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
disbrigo (ουσ αρσ )
discacciare (ρ. μτβ.)
discanto (ουσ αρσ )
discapitare (ρ.αμτβ.)
discapito (ουσ αρσ )
discarica (θηλ.ουσ)
discaricare (ρ. μτβ.)
discarico (ουσ αρσ )
discatore (ουσ αρσ )
discendente (ουσ αρσ και θηλ.)
discendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---