ItalianoGreco


disavvertènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizavverˈtɛntsa]

1 απροσεξία
2 επιπολαιότητα
3 αδιαφορία
4 αμέλεια
5 ασυλλογισιά
6 αστοχασιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---