Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisattivàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizattiˈvare] 1 εξουδετερώνω (βόμβα) 2 αφοπλίζω 3 αφοπλίζω (βόμβα) 4 αφαιρώ εκπυρσοκροτητή βόμβας 5 αφαιρώ πυροδοτικό μηχανισμό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |