Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disattivàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizattiˈvare]

1 εξουδετερώνω (βόμβα)
2 αφοπλίζω
3 αφοπλίζω (βόμβα)
4 αφαιρώ εκπυρσοκροτητή βόμβας
5 αφαιρώ πυροδοτικό μηχανισμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disattenzione disattrezzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disastro (ουσ αρσ )
disastroso (επίθ.)
disattendere (ρ. μτβ.)
disattento (επίθ.)
disattenzione (θηλ.ουσ)
disattivare (ρ. μτβ.)
disattrezzare (ρ. μτβ.)
disavanzo (ουσ αρσ )
disavvantaggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disavvantaggio (ουσ αρσ )
disavvantaggioso (επίθ.)
disavvedutezza (θηλ.ουσ)
disavveduto (επίθ.)
disavventura (θηλ.ουσ)
disavvertenza (θηλ.ουσ)
disavvezzare (ρ. μτβ.)
disavvezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disavvezzo (επίθ.)
disborso (ουσ αρσ )
disboscare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---