Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disastràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizasˈtrato]

1 καραβοτσακισμένος
2 ξεπεσμένος
3 σύξυλος
4 κατεστραμμένος
5 αφανισμένος
6 καταστραμμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disastrare disastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disartria (θηλ.ουσ)
disartrosi (θηλ.ουσ)
disassortito (επίθ.)
disassuefare (ρ. μτβ.)
disastrare (ρ. μτβ.)
disastrato (επίθ.)
disastro (ουσ αρσ )
disastroso (επίθ.)
disattendere (ρ. μτβ.)
disattento (επίθ.)
disattenzione (θηλ.ουσ)
disattivare (ρ. μτβ.)
disattrezzare (ρ. μτβ.)
disavanzo (ουσ αρσ )
disavvantaggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disavvantaggio (ουσ αρσ )
disavvantaggioso (επίθ.)
disavvedutezza (θηλ.ουσ)
disavveduto (επίθ.)
disavventura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---