Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disarticolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizartikoˈlato]

εξαρθρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disarticolarsi disarticolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disarmo (ουσ αρσ )
disarmonia (θηλ.ουσ)
disarmonico (επίθ.)
disarticolare (ρ. μτβ.)
disarticolarsi (ρ.μ. (αντων.))
disarticolato (επίθ.)
disarticolazione (θηλ.ουσ)
disartria (θηλ.ουσ)
disartrosi (θηλ.ουσ)
disassortito (επίθ.)
disassuefare (ρ. μτβ.)
disastrare (ρ. μτβ.)
disastrato (επίθ.)
disastro (ουσ αρσ )
disastroso (επίθ.)
disattendere (ρ. μτβ.)
disattento (επίθ.)
disattenzione (θηλ.ουσ)
disattivare (ρ. μτβ.)
disattrezzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---