ItalianoGreco


disàrmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈzarmo]

1 αφαίρεση ή κατάθεση όπλων
2 ξαρμάτωμα
3 αφοπλισμός
4 παροπλισμός
5 ελάττωση εξοπλισμών
6 αφόπλιση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---