Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disarmonìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizarmoˈnia]

1 διάσταση απόψεων
2 ασυμφωνία
3 δυσαρμονία
4 διαφωνία
5 διχογνωμία
6 ασυνταιριασιά
7 διχοστασία
8 διχόνοια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disarmo disarmonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disarcionare (ρ. μτβ.)
disarmante (επίθ.)
disarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disarmato (επίθ.)
disarmo (ουσ αρσ )
disarmonia (θηλ.ουσ)
disarmonico (επίθ.)
disarticolare (ρ. μτβ.)
disarticolarsi (ρ.μ. (αντων.))
disarticolato (επίθ.)
disarticolazione (θηλ.ουσ)
disartria (θηλ.ουσ)
disartrosi (θηλ.ουσ)
disassortito (επίθ.)
disassuefare (ρ. μτβ.)
disastrare (ρ. μτβ.)
disastrato (επίθ.)
disastro (ουσ αρσ )
disastroso (επίθ.)
disattendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---