Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disappetènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizappeˈtɛntsa]

1 κακή όρεξη
2 έλλειψη όρεξης
3 ανορεξία
4 ανορεξιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disanimato disapprendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disancorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disancorato (επίθ.)
disanimare (ρ. μτβ.)
disanimarsi (ρ.μ. (αντων.))
disanimato (επίθ.)
disappetenza (θηλ.ουσ)
disapprendere (ρ. μτβ.)
disapprovare (ρ. μτβ.)
disapprovazione (θηλ.ουσ)
disappunto (ουσ αρσ )
disarcionare (ρ. μτβ.)
disarmante (επίθ.)
disarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disarmato (επίθ.)
disarmo (ουσ αρσ )
disarmonia (θηλ.ουσ)
disarmonico (επίθ.)
disarticolare (ρ. μτβ.)
disarticolarsi (ρ.μ. (αντων.))
disarticolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---