Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisappetènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dizappeˈtɛntsa] 1 κακή όρεξη 2 έλλειψη όρεξης 3 ανορεξία 4 ανορεξιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |