Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disancorato  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizankoˈrato]

που δεν είναι αγκυροβολημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disancorarsi disanimare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disamoratamente (επίρ.)
disamorato (επίθ.)
disamore (ουσ αρσ )
disancorare (ρ. μτβ.)
disancorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disancorato (επίθ.)
disanimare (ρ. μτβ.)
disanimarsi (ρ.μ. (αντων.))
disanimato (επίθ.)
disappetenza (θηλ.ουσ)
disapprendere (ρ. μτβ.)
disapprovare (ρ. μτβ.)
disapprovazione (θηλ.ουσ)
disappunto (ουσ αρσ )
disarcionare (ρ. μτβ.)
disarmante (επίθ.)
disarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disarmato (επίθ.)
disarmo (ουσ αρσ )
disarmonia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---