Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisamoràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizamoˈrare] 1 χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου 2 αλλοτριώνω 3 αποξενώνω disamorarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [dizamoˈrarsi] 1 χάνω το ενδιαφέρον μου για κάτι 2 αποξενώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |