Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disàgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈzaʤo]

η στενοχώρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disagiato disalberare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sentirsi a disagio = βρίσκομαι σε αμηχανία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disagevole (επίθ.)
disaggregare (ρ. μτβ.)
disaggregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaggregazione (θηλ.ουσ)
disagiato (επίθ.)
disagio (ουσ αρσ )
disalberare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disambientato (επίθ.)
disamina (θηλ.ουσ)
disaminare (ρ. μτβ.)
disamorare (ρ. μτβ.)
disamorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disamoratamente (επίρ.)
disamorato (επίθ.)
disamore (ουσ αρσ )
disancorare (ρ. μτβ.)
disancorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disancorato (επίθ.)
disanimare (ρ. μτβ.)
disanimarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---