Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disaggregàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizaggreˈgare]

1 διαχωρίζω σε επιμέρους υλικά
2 αναλύω

disaggregàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizaggreˈgarsi]

1 διαχωρίζομαι σε επιμέρους υλικά
2 αναλύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disagevole disaggregazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disaffezionare (ρ. μτβ.)
disaffezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaffezionato (επίθ.)
disaffezione (θηλ.ουσ)
disagevole (επίθ.)
disaggregare (ρ. μτβ.)
disaggregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaggregazione (θηλ.ουσ)
disagiato (επίθ.)
disagio (ουσ αρσ )
disalberare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disambientato (επίθ.)
disamina (θηλ.ουσ)
disaminare (ρ. μτβ.)
disamorare (ρ. μτβ.)
disamorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disamoratamente (επίρ.)
disamorato (επίθ.)
disamore (ουσ αρσ )
disancorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---