Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disadàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizaˈdatto]

1 ασυνταίριαστος
2 αταίριαχτος
3 ανάρμοστος
4 ασυνδύαστος
5 παράταιρος
6 ακατάλληλος
7 απροσάρμοστος
8 ασύμβατος
9 αταίριαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disadattato disadornare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disacusia (θηλ.ουσ)
disadattamento (ουσ αρσ )
disadattare (ρ. μτβ.)
disadattato (αρσ. επίθ και ουσ)
disadatto (επίθ.)
disadornare (ρ. μτβ.)
disadorno (επίθ.)
disaerare (ρ. μτβ.)
disaerazione (θηλ.ουσ)
disaffezionare (ρ. μτβ.)
disaffezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaffezionato (επίθ.)
disaffezione (θηλ.ουσ)
disagevole (επίθ.)
disaggregare (ρ. μτβ.)
disaggregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaggregazione (θηλ.ουσ)
disagiato (επίθ.)
disagio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---