Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisacerbàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizaʧerˈbare] 1 κάνω κάτι ηπιότερο 2 κατευνάζω 3 ανακουφίζω 4 πραΰνω 5 καταπραΰνω disacerbarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [dizaʧerˈbarsi] 1 ανακουφίζομαι 2 μαλακώνω 3 κατευνάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |