Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disaccoppiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizakkopˈpjare]

αποσυνδέω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disaccoppiamento disaccordo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disaccentare (ρ. μτβ.)
disaccentato (επίθ.)
disaccetto (επίθ.)
disacconcio (επίθ.)
disaccoppiamento (ουσ αρσ )
disaccoppiare (ρ. μτβ.)
disaccordo (ουσ αρσ )
disacerbare (ρ. μτβ.)
disacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disacusia (θηλ.ουσ)
disadattamento (ουσ αρσ )
disadattare (ρ. μτβ.)
disadattato (αρσ. επίθ και ουσ)
disadatto (επίθ.)
disadornare (ρ. μτβ.)
disadorno (επίθ.)
disaerare (ρ. μτβ.)
disaerazione (θηλ.ουσ)
disaffezionare (ρ. μτβ.)
disaffezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---