Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disadattàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizadatˈtare]

1 κάνω κακή προσαρμογή
2 προσαρμόζω άσχημα ή λάθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disadattamento disadattato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disaccordo (ουσ αρσ )
disacerbare (ρ. μτβ.)
disacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disacusia (θηλ.ουσ)
disadattamento (ουσ αρσ )
disadattare (ρ. μτβ.)
disadattato (αρσ. επίθ και ουσ)
disadatto (επίθ.)
disadornare (ρ. μτβ.)
disadorno (επίθ.)
disaerare (ρ. μτβ.)
disaerazione (θηλ.ουσ)
disaffezionare (ρ. μτβ.)
disaffezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaffezionato (επίθ.)
disaffezione (θηλ.ουσ)
disagevole (επίθ.)
disaggregare (ρ. μτβ.)
disaggregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disaggregazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---