Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disaccàride  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disakˈkaride]

δισακχαρίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disabituarsi disaccentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disabilitare (ρ. μτβ.)
disabilitato (επίθ.)
disabitato (επίθ.)
disabituare (ρ. μτβ.)
disabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
disaccaride (ουσ αρσ )
disaccentare (ρ. μτβ.)
disaccentato (επίθ.)
disaccetto (επίθ.)
disacconcio (επίθ.)
disaccoppiamento (ουσ αρσ )
disaccoppiare (ρ. μτβ.)
disaccordo (ουσ αρσ )
disacerbare (ρ. μτβ.)
disacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disacusia (θηλ.ουσ)
disadattamento (ουσ αρσ )
disadattare (ρ. μτβ.)
disadattato (αρσ. επίθ και ουσ)
disadatto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---