Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisabituàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizabituˈare] 1 ξεσυνηθίζω 2 ξεμαθαίνω 3 κάνω κάποιον να χάσει τη συνήθεια του 4 κόβω από κάποιον μια συνήθεια 5 ξεχνώ αυτά που έμαθα disabituarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [dizabituˈarsi] κόβω κακιά συνήθεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |