Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disabituàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizabituˈare]

1 ξεσυνηθίζω
2 ξεμαθαίνω
3 κάνω κάποιον να χάσει τη συνήθεια του
4 κόβω από κάποιον μια συνήθεια
5 ξεχνώ αυτά που έμαθα

disabituarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizabituˈarsi]

κόβω κακιά συνήθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disabitato disaccaride  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disabbigliare (ρ. μτβ.)
disabbigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
disabilitare (ρ. μτβ.)
disabilitato (επίθ.)
disabitato (επίθ.)
disabituare (ρ. μτβ.)
disabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
disaccaride (ουσ αρσ )
disaccentare (ρ. μτβ.)
disaccentato (επίθ.)
disaccetto (επίθ.)
disacconcio (επίθ.)
disaccoppiamento (ουσ αρσ )
disaccoppiare (ρ. μτβ.)
disaccordo (ουσ αρσ )
disacerbare (ρ. μτβ.)
disacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disacusia (θηλ.ουσ)
disadattamento (ουσ αρσ )
disadattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---