Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirùpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈrupo]

1 απόκρημνος βράχος
2 κατσάβραχο
3 γκρεμός
4 τόπος γεμάτους βράχους και γκρεμούς
5 άβυσσος
6 κρημνός
7 βάραθρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirupato diruto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirugginio (ουσ αρσ )
dirugginire (ρ. μτβ.)
dirupamento (ουσ αρσ )
diruparsi (ρ. μ. αμτβ.)
dirupato (επίθ.)
dirupo (ουσ αρσ )
diruto (επίθ.)
disabbellire (ρ. μτβ.)
disabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
disabbigliare (ρ. μτβ.)
disabbigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
disabilitare (ρ. μτβ.)
disabilitato (επίθ.)
disabitato (επίθ.)
disabituare (ρ. μτβ.)
disabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
disaccaride (ουσ αρσ )
disaccentare (ρ. μτβ.)
disaccentato (επίθ.)
disaccetto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---