dirupaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dirupaˈmento]
1 κρήμνισμα
2 γκρέμισμα
3 κατακρήμνιση
4 κρημνισμός
5 κατάπτωση
6 κατάρρευση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dirupaˈmento]
1 κρήμνισμα
2 γκρέμισμα
3 κατακρήμνιση
4 κρημνισμός
5 κατάπτωση
6 κατάρρευση
permalink
dirupamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android