Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirupaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dirupaˈmento]

1 κρήμνισμα
2 γκρέμισμα
3 κατακρήμνιση
4 κρημνισμός
5 κατάπτωση
6 κατάρρευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirugginire diruparsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirozzare (ρ. μτβ.)
dirozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dirozzato (επίθ.)
dirugginio (ουσ αρσ )
dirugginire (ρ. μτβ.)
dirupamento (ουσ αρσ )
diruparsi (ρ. μ. αμτβ.)
dirupato (επίθ.)
dirupo (ουσ αρσ )
diruto (επίθ.)
disabbellire (ρ. μτβ.)
disabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
disabbigliare (ρ. μτβ.)
disabbigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
disabilitare (ρ. μτβ.)
disabilitato (επίθ.)
disabitato (επίθ.)
disabituare (ρ. μτβ.)
disabituarsi (ρ.μ. (αντων.))
disaccaride (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---