Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirozzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dirotˈtsare]

1 τελειοποιώ
2 πελεκίζω
3 λιανίζω
4 λαξεύω
5 γυαλίζω
6 πελεκώ
7 ραφινάρω
8 κάνω φινίρισμα

dirozzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dirotˈtsarsi]

1 εξευγενίζομαι
2 ραφινάρομαι
3 βελτιώνω τους τρόπους μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirozzamento dirozzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirottamento (ουσ αρσ )
dirottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirottatore (ουσ αρσ )
dirotto (επίθ.)
dirozzamento (ουσ αρσ )
dirozzare (ρ. μτβ.)
dirozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dirozzato (επίθ.)
dirugginio (ουσ αρσ )
dirugginire (ρ. μτβ.)
dirupamento (ουσ αρσ )
diruparsi (ρ. μ. αμτβ.)
dirupato (επίθ.)
dirupo (ουσ αρσ )
diruto (επίθ.)
disabbellire (ρ. μτβ.)
disabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
disabbigliare (ρ. μτβ.)
disabbigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
disabilitare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---