Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdirugginìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dirudʤiˈnire] 1 τρίζω τα δόντια 2 ξεσκουριάζω 3 αφαιρώ τη σκουριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |