Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdìruto, dirùto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈdiruto], [diˈruto] 1 ρημαγμένος 2 αφανισμένος 3 ερειπωμένος 4 συντριμμένος 5 κατεστραμμένος 6 ρημαδιακός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |